αστενοχώρητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αστενοχώρητα < αστενοχώρητος + -α
Επίρρημα
[επεξεργασία]αστενοχώρητα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αστενοχώρητα
|
αστενοχώρητα
|