αστυνομικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
αστυνομικά < αστυνομικός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
αστυνομικά
- με τον τρόπο των αστυνομικών
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | αστυνομικά | ||
γενική | των | αστυνομικών | ||
αιτιατική | τα | αστυνομικά | ||
κλητική | αστυνομικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
αστυνομικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επίρρημα
|
ουσιαστικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αστυνομικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αστυνομικός
Κατηγορίες:
- Νέα ελληνικά
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Λογοτεχνία (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)