αστός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αστός | οι | αστοί |
γενική | του | αστού | των | αστών |
αιτιατική | τον | αστό | τους | αστούς |
κλητική | αστέ | αστοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αστός < αρχαία ελληνική ἀστός < ἄστυ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αστός αρσενικό (θηλυκό αστή)
- ο κάτοικος της πόλης
- ο μεγαλοεπιχειρηματίας, ο πλουτοκράτης· το άτομο εκείνο που κατέχει μεγαλύτερη περιουσία σε σχέση με την πλειοψηφία της κοινωνίας χάριν των επιχειρήσεών του