ασυμψήφιστα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ασυμψήφιστα < ασυμψήφιστ(ος) +

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ασυμψήφιστα[1]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. ασυμψήφισταΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας