ασυνόδευτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ασυνόδευτος < ελληνιστική κοινή ἀσυνόδευτος
Επίθετο
[επεξεργασία]ασυνόδευτος
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ασυνόδευτα
- → δείτε τη λέξη συνοδεύω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ασυνόδευτος
|