ασφυξιογόνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ασφυξιογόνος < ασφυξία + -ο- + -γόνος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική asphyxiant)
Επίθετο
[επεξεργασία]ασφυξιογόνος, -α / -ος, -ο
- που οδηγεί στην ασφυξία, που την προκαλεί
- (ουσιαστικοποιημένο) ασφυξιογόνο: αέριο που προκαλεί ασφυξία
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Επίθετο
Αέριο
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -γόνος (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)