ατζαμίδικα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]ατζαμίδικα < ατζαμίδικος
Επίρρημα
[επεξεργασία]ατζαμίδικα
- με αδέξιο τρόπο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ατζαμής