ατζαμίδικα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

ατζαμίδικα < ατζαμίδικος

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ατζαμίδικα

  • με αδέξιο τρόπο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη  ατζαμής