ατηλεγράφητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ατηλεγράφητος
- που δεν έχει τηλεγραφηθεί ή δεν μπορεί να τηλεγραφηθεί
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ατηλεγράφητος
|