ατθιδογράφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ατθιδογράφος < αρχαία ελληνική Ἀτθίς + -γράφος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ατθιδογράφος αρσενικό
- (ιστορία) ιστοριογράφος (αρχαίας) ιστορίας της Αττικής
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ατθιδογράφος