ατιμωρητί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ατιμωρητί < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀτιμωρητί[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ti.mo.ɾiˈti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐τι‐μω‐ρη‐τί
Επίρρημα
[επεξεργασία]ατιμωρητί (τροπικό επίρρημα)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ατιμωρητί
→ δείτε τη λέξη ατιμώρητα |
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ατιμωρητί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας