ατμοτροχιόδρομος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ατμοτροχιόδρομος < ατμο- + τροχιόδρομος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.tmo.tɾo.çiˈo.ðɾo.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐τμο‐τρο‐χι‐ό‐δρο‐μος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ατμοτροχιόδρομος αρσενικό
- (παρωχημένο, μέσο μεταφορών) τραμ (τροχιόδρομος) κινούμενο με ατμομηχανή
- ※ Ο ατμοκίνητος τροχιόδρομος ή ατμοτροχιόδρομος ή ατμήρης τροχιόδρομος , ο κοινώς λεγόμενος «κωλοσούρτης» , καταργήθηκε το 1909 γιατί θεωρήθηκε επικίνδυνος.
- Βουγιούκα, Μάρω; Μεγαρίδης, Βασίλης (2006). Κουκάκι, Φιλοπάππου, Γαργαρέττα. Αθήνα: Εκδόσεις Φιλιππότη. σελ. 83.
- ※ Ο ατμοκίνητος τροχιόδρομος ή ατμοτροχιόδρομος ή ατμήρης τροχιόδρομος , ο κοινώς λεγόμενος «κωλοσούρτης» , καταργήθηκε το 1909 γιατί θεωρήθηκε επικίνδυνος.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ατμοτροχιόδρομος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'άνθρωπος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ατμο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Μέσα μεταφορών (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)