ατροφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ατροφικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με την ατροφία, αναφέρεται σ' αυτή ή πάσχει απ' αυτή
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ατροφικότητα
- → δείτε τη λέξη τρέφω