αυλητρίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αυλητρίδα < αρχαία ελληνική αὐλητρίς
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αυλητρίδα θηλυκό
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αυλητρίδα
|