αυξορρύθμιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυξορρύθμιση | οι | αυξορρυθμίσεις |
γενική | της | αυξορρύθμισης | των | αυξορρυθμίσεων |
αιτιατική | την | αυξορρύθμιση | τις | αυξορρυθμίσεις |
κλητική | αυξορρύθμιση | αυξορρυθμίσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυξορρύθμιση (νεολογισμός) < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυξορρύθμιση θηλυκό
- (ιατρική, κυτταρική λειτουργία) αύξηση της κυτταρικής δραστηριότητας, της παραγωγής πρωτεϊνών και της μεταγραφής RNA
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυξορρύθμιση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παγκοσμιοποίηση' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Χρειάζονται παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)