αυταγάπη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυταγάπη οι αυταγάπες
      γενική της αυταγάπης
    αιτιατική την αυταγάπη τις αυταγάπες
     κλητική αυταγάπη αυταγάπες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αυταγάπη < αυτο- + αγάπη ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική self-love)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αυταγάπη θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]