αυτοπροσωπογράφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αυτοπροσωπογράφος < αυτο- + προσωπογράφος (πρόσωπ(ο) + -ο- + -γράφος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αυτοπροσωπογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- που κάνει αυτοπροσωπογραφίες
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αυτοπροσωπογραφία
- αυτοπροσωπογραφούμαι
- → δείτε τις λέξεις αυτοπρόσωπος, αυτός, πρόσωπο και γράφω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αυτοπροσωπογράφος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αυτο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -γράφος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)