αυτοσυμπλήρωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυτοσυμπλήρωση | οι | αυτοσυμπληρώσεις |
γενική | της | αυτοσυμπλήρωσης* | των | αυτοσυμπληρώσεων |
αιτιατική | την | αυτοσυμπλήρωση | τις | αυτοσυμπληρώσεις |
κλητική | αυτοσυμπλήρωση | αυτοσυμπληρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοσυμπληρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοσυμπλήρωση < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική autocomplete, μορφολογικά αναλύεται αυτο- + συμπλήρωση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυτοσυμπλήρωση}} θηλυκό
- (πληροφορική) η δυνατότητα μιας εφαρμογής να προβλέπει την υπόλοιπη λέξη που πληκτρολογεί ένας χρήστης
- ※ Με την Αυτοσυμπλήρωση, μπορείτε εύκολα να συμπληρώνετε αποθηκευμένα στοιχεία πιστωτικών καρτών, στοιχεία επικοινωνίας από την εφαρμογή «Επαφές», συνθηματικά, και πολλά ακόμη. (Οδηγός χρήσης για το Safari) [1]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοσυμπλήρωση
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Αυτοσυμπλήρωση στοιχείων πιστωτικής κάρτας στο Safari στο Mac. Αρχειοθέτηση 2020-04-26. Πρόσβαση 2020-11-02.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αυτο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)