αυτοσχεδιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αὐτοσχεδιάζω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αυτοσχεδιάζω < αρχαία ελληνική αὐτοσχεδιάζω

αυτοσχεδιάζω

  1. ενεργώ αυθόρμητα, έχοντας ή μη προηγούμενη γνώση στο αντικείμενο, χωρίς να έχω προετοιμαστεί ή να έχω προσχεδιάσει κάτι

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]