αυτόζυμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αυτόζυμο | τα | αυτόζυμα |
γενική | του | αυτόζυμου | των | αυτόζυμων |
αιτιατική | το | αυτόζυμο | τα | αυτόζυμα |
κλητική | αυτόζυμο | αυτόζυμα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυτόζυμο ουδέτερο
- (γαστρονομία) άλλη μορφή του εφτάζυμο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτόζυμο
|