αυτόρριζος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτόρριζος < αρχαία ελληνική αὐτόρριζος < αὐτός + ῥίζα
Επίθετο[επεξεργασία]
αυτόρριζος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτόρριζος