αυχενικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αυχενικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον αυχένα, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- (ουσιαστικοποιημένο) αυχενικό: (ιατρική) το αυχενικό σύνδρομο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη αυχένας