αφάλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αφάλι | τα | αφάλια |
γενική | του | αφαλιού | των | αφαλιών |
αιτιατική | το | αφάλι | τα | αφάλια |
κλητική | αφάλι | αφάλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αφάλι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αφάλι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) ομφαλός, ομφάλιος λώρος
- Θα μ' λυθεί τ' αφάλι. (Αγέλαστη Άνοιξη, Μενέλαου Λουντέμη)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αφάλι
|