αφάτνωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αφάτνωτος < α- + φατνωτός < (ελληνιστική κοινή) φατνωτός < αρχαία ελληνική φατνόω / φατνῶ < φάτνη
Επίθετο[επεξεργασία]
αφάτνωτος, -η, -ο
- που δεν έχει φατνώματα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη φάτνωμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αφάτνωτος
|