αφήνω αμανάτι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
αφήνω αμανάτι
- εγκαταλείπω κάποιον ή κάτι
- ※ Σε λίγο, έφτασαν στο σπίτι της γιαγιάς μου, η Μηνόγλαινα κρατώντας ένα μεταξωτό πάπλωμα και οι δύο κόρες της, βαστώντας από ένα τσουβάλι. "Αδελφή μου Ασά", είπε η Μηνόγλαινα, "τούτα είναι τα προικιά των κοριτσιών μου. Σου τα αφήνω αμανάτι. Φεύγουμε και μπορεί να μην ξαναγυρίσουμε, μπορεί να γυρίσουμε και να μην ξαναϊδωθούμε.
- «Μια προίκα αμανάτι» - Μια ιστορία για τον ξεριζωμό της Μικρασίας γίνεται ταινία, cnn.gr, 10 Ιανουαρίου 2022
- ※ Σε λίγο, έφτασαν στο σπίτι της γιαγιάς μου, η Μηνόγλαινα κρατώντας ένα μεταξωτό πάπλωμα και οι δύο κόρες της, βαστώντας από ένα τσουβάλι. "Αδελφή μου Ασά", είπε η Μηνόγλαινα, "τούτα είναι τα προικιά των κοριτσιών μου. Σου τα αφήνω αμανάτι. Φεύγουμε και μπορεί να μην ξαναγυρίσουμε, μπορεί να γυρίσουμε και να μην ξαναϊδωθούμε.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αφήνω αμανάτι
Πηγές[επεξεργασία]
- αμανάτι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αφήνω αμανάτι - Ιδιωματικές εκφράσεις στο ΙΔΙΟΝ, Ινστιτούτο Επεξεργασίας του Λόγου.