αφήνω σέκο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈfi.no ˈse.ko/
Έκφραση
[επεξεργασία]αφήνω σέκο
- (ανεπίσημο, ιδιωματισμός) αφήνω (κάποιον) αναίσθητο αφού τον έχω χτυπήσει
- ↪τον χτύπησε δυνατά και τον άφησε σέκο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- μένω σέκος (εγώ)
- πέφτω σέκος
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- αφήνω τέζα (κάποιον)
- αφήνω ξερό (κάποιον)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- κυριολεξία: εγκαταλείπω (κάποιον) αναίσθητο, αναισθητοποιώ
- δείτε και τις εκφράσεις στο σκοτώνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αφήνω σέκο
|
Πηγές
[επεξεργασία]- αφήνω σέκο - Ιδιωματικές εκφράσεις στο ΙΔΙΟΝ, Ινστιτούτο Επεξεργασίας του Λόγου.