αφασία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αφασία | οι | αφασίες |
γενική | της | αφασίας | των | αφασιών |
αιτιατική | την | αφασία | τις | αφασίες |
κλητική | αφασία | αφασίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αφασία < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική aphasia < αρχαία ελληνική ἀφᾰσία < ἄφατος < ἀ- + φημί
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αφασία θηλυκό
- (ιατρική) η απώλεια της γλωσσικής ικανότητας (κατανόησης ή χρήσης γραπτού ή προφορικού λόγου) που οφείλεται σε εγκεφαλική βλάβη (ή άλλους λόγους)
- (ιατρική) η καθολική απώλεια αισθήσεων
- (αργκό) χαρακτηρισμός για άνθρωπο με απρόβλεπτες αντιδράσεις
- ↪Τι έκανε πάλι ο άνθρωπος, σκέτη αφασία είναι
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)