αφεστώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αφεστώς < αρχαία ελληνική ἀφεστώς, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ἀφίστημι < ἀπό + ἵστημι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *stísteh₂- < *steh₂- (ἵστημι)
Επίθετο[επεξεργασία]
αφεστώς (γεν.: αφεστώτος), -ώσα, -ώς
- (αρχαιοπρεπές) που αφίσταται
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αφεστώς
|