αφιλοχρήματος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αφιλοχρήματος < (ελληνιστική κοινή) ἀφιλοχρήματος < αρχαία ελληνική φιλοχρήματος < φιλέω / φιλῶ + χρῆμα
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αφιλοχρήματος, -η, -ο
- που δεν τον ενδιαφέρει (πολύ) το χρήμα
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αφιλοχρηματία
- → δείτε τις λέξεις φίλος και χρήμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αφιλοχρήματος
|