αφλογιστία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αφλογιστία < αρχαία ελληνική ἀφλόγιστος + -ία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αφλογιστία θηλυκό
- το να μην λειτουργήσει κάποιος πυροδοτικός μηχανισμός