αφοδευτήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αφοδευτήριο < (ελληνιστική κοινή) ἀφοδευτήριον < αρχαία ελληνική ἀφοδεύω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αφοδευτήριο ουδέτερο
- το ειδικά διαμορφωμένο μέρος όπου κάποιος αφοδεύει
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αφοδευτήριο
|