αφομοιωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αφομοιωτικός < (ελληνιστική κοινή) ἀφομοιωτικός
Επίθετο[επεξεργασία]
αφομοιωτικός, -ή, -ό
- που αφομοιώνει, δηλαδή απορροφά και ενσωματώνει μέσα του κάτι άλλο, το καθιστά όμοιό του ενώ πριν αυτό δεν ήταν, που έχει την ικανότητα και τη δυνατότητα να ενσωματώνει
- το ελληνικό αλφάβητο προέκυψε κατά τρόπο αφομοιωτικό από το φοινικικό
- που αντικείμενό του, βασική λειτουργία του είναι η αφομοίωση
- οι αφομοιωτικές λειτουργίες του γαστρεντερικού συστήματος
- (γλωσσολογία) που σχετίζεται με το φαινόμενο της αφομοίωσης
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αφομοιωτικά
- → δείτε τις λέξεις αφομοιώνω, όμοιος και ομού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αφομοιωτικός