αφρόλουτρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αφρόλουτρο < αφρό- + λουτρό ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική bubble bath)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αφρόλουτρο ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αφρόλουτρο