αφυδρογονώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αφυδρογονώνω < από + υδρογονώνω
Ρήμα[επεξεργασία]
αφυδρογονώνω
- επιχειρώ αφυδρογόνωση
- (χημεία) αφαιρώ άτομα υδρογόνου από μιά χημική ένωση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αφυδρογονώνω
|