αφύσικοι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈfi.si.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐φύ‐σι‐κοι
- ομόηχο: αφύσικη
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αφύσικοι
- (αρσενικό) ονομαστική και κλητική πληθυντικού του αφύσικος