αχανές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αχανές | τα | αχανή |
γενική | του | αχανούς | των | αχανών |
αιτιατική | το | αχανές | τα | αχανή |
κλητική | αχανές | αχανή | ||
Κατηγορία όπως «αιλουροειδές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αχανές < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αχανής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αχανές ουδέτερο
- (λόγιο) το άπειρο, η απεραντοσύνη
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αχανές
|