αχειραγώγητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αχειραγώγητος < αρχαία ελληνική ἀχειραγώγητος < ἀ- + χειραγωγέω < χείρ + ἄγω
Επίθετο
[επεξεργασία]αχειραγώγητος, -η, -ο
- που δεν έχει χειραγωγηθεί ή δεν είναι δυνατόν να χειραγωγηθεί
Συγγενικά
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αχειραγώγητος