αψυχαγώγητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αψυχαγώγητος < (ελληνιστική κοινή) ἀψυχαγώγητος
Επίθετο
[επεξεργασία]αψυχαγώγητος
- που δεν έχει ψυχαγωγηθεί ή δεν τον έχουν ψυχαγωγήσει
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αψυχαγώγητος
|