αϊτόπουλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αϊτόπουλο ουδέτερο
- υποκοριστικό του αϊτός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αϊτόπουλο
|
αϊτόπουλο ουδέτερο
|