α προπό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- α προπό < (άμεσο δάνειο) γαλλική à propos < à propos < proposer < λατινική propono < pono < πρωτοϊταλική *posinō < po- + sinō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sē(i)- (κείμαι
Επίρρημα[επεξεργασία]
α προπό