βάζω τρικλοποδιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
βάζω τρικλοποδιά < → δείτε τις λέξεις βάζω και τρικλοποδιά
Έκφραση[επεξεργασία]
βάζω τρικλοποδιά
- (κυριολεκτικά) κάνω τρικλοποδιά σε κάποιον
- (μεταφορικά) παρεμποδίζω κάτι και παράλληλα προκαλώ βλάβες σε αυτό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- ρίχνω τρικλοποδιά