βάιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βάιο | τα | βάια |
γενική | του | βάιου βαϊού, βαΐου |
των | βάιων βαϊών, βαΐων |
αιτιατική | το | βάιο | τα | βάια |
κλητική | βάιο | βάια | ||
Δείτε και την κλίση του βάγιο και του αρχαίου βάϊον. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βάιο < → δείτε τη λέξη βάγιο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βάιο ουδέτερο
- → δείτε τη λέξη βάγιο
- ※ (Κοίτα) με φύλλα της Λαμπρής, με φύλλα τώ Βαϊώνε! (Διονύσιος Σολωμός, Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, σχεδίασμα Γ, 1)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βάιο
→ δείτε τη λέξη βάγιο |