βάναυσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
βάναυσα
- με βάναυσο τρόπο
- τον χτύπησε βάναυσα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βάναυσα
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
βάναυσα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του βάναυσος