βάννε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τσακωνικά (tsd)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βάννε < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βάννε αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) αρνί, μικρό πρόβατο
- (θηλαστικό ζώο) αρσενικό αρνί
Συγγενικά
[επεξεργασία]- βαννατσία
- βαννί
- βάννιχο (επίθετο)
- βαννιχούλι
- βαννοτόμαρε
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- βάννε - σελ.173.jpg, τόμ.1 - Κωστάκης, Θανάσης Π. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, τόμοι Α', Β' 1986, τόμος Γ' 1987), Τόμος 1ος@academyofathens