βάρδουλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βάρδουλο | τα | βάρδουλα |
γενική | του | βάρδουλου | των | βάρδουλων |
αιτιατική | το | βάρδουλο | τα | βάρδουλα |
κλητική | βάρδουλο | βάρδουλα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βάρδουλο < (άμεσο δάνειο) βενετική vardolo / ιταλική guardolo < guardare < υστερολατινική *guardare < φραγκική *wardon < πρωτογερμανική *wardāną < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *worto- < *wer- (καλύπτω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βάρδουλο ουδέτερο
- (υπόδηση) λωρίδα από δέρμα ή άλλο υλικό στο κάτω τμήμα ενός παπουτσιού, πάνω στο οποίο καρφώνεται ή ράβεται η σόλα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βάρδουλο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα υστερολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα φραγκικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Υπόδηση (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)