βάρνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βάρνα | ||
γενική | της | βάρνας | ||
αιτιατική | τη | βάρνα | ||
κλητική | βάρνα | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βάρνα < σανσκριτική वर्ण (várṇa, χρώμα)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βάρνα θηλυκό
- (ινδουισμός) κοινωνική τάξη στον ινδουισμό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα σανσκριτικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ινδουισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)