βάψη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βάψη | οι | βάψεις |
γενική | της | βάψης* | των | βάψεων |
αιτιατική | τη | βάψη | τις | βάψεις |
κλητική | βάψη | βάψεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, βάψεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βάψη < (ελληνιστική κοινή) βάψις < αρχαία ελληνική βάπτω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βάψη θηλυκό