βέλγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βέλγος | οι | βέλγοι |
γενική | του | βέλγου | των | βέλγων |
αιτιατική | τον | βέλγο | τους | βέλγους |
κλητική | βέλγε | βέλγοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βέλγος αρσενικό (θηλυκό βελγίδα)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βέλγος
|