βέλεμνον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | βέλεμνον | τὰ | βέλεμνᾰ |
γενική | τοῦ | βελέμνου | τῶν | βελέμνων |
δοτική | τῷ | βελέμνῳ | τοῖς | βελέμνοις |
αιτιατική | τὸ | βέλεμνον | τὰ | βέλεμνᾰ |
κλητική ὦ! | βέλεμνον | βέλεμνᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βελέμνω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | βελέμνοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βέλεμνον < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βέλεμνον, -ου ουδέτερο (ποιητικός τύπος αντί για βέλος) (μόνο στον πληθυντικό, μεταγενέστερα και στον ενικό)
- βέλος, βλήμα, ακόντιο, σαΐτα
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 15 (Ο. Παλίωξις παρὰ τῶν νεῶν.), στίχ. 489 (488-489)
- δὴ γὰρ ἴδον ὀφθαλμοῖσιν | ἀνδρὸς ἀριστῆος Διόθεν βλαφθέντα βέλεμνα.
- κι είδα εγώ τα βέλη πολεμάρχου | ανδρειωμένου απ᾽ του Διός το θέλημα χαμένα.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- δὴ γὰρ ἴδον ὀφθαλμοῖσιν | ἀνδρὸς ἀριστῆος Διόθεν βλαφθέντα βέλεμνα.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἀνδρομάχη, στίχ. 1136 (1135-1136)
- δεινὰς δ᾽ ἂν εἶδες πυρρίχας φρουρουμένου | βέλεμνα παιδός.
- Ήτανε τρομερό να βλέπεις τί πηδήματα, πόσα στριφογυρίσματα έκανε το παλικάρι μας | τις σαϊτιές καθώς αγωνιζόταν ν᾽ αποφύγει.
- Μετάφραση (1994): Γιώργος Γεραλής, Αθήνα: Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
- δεινὰς δ᾽ ἂν εἶδες πυρρίχας φρουρουμένου | βέλεμνα παιδός.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 15 (Ο. Παλίωξις παρὰ τῶν νεῶν.), στίχ. 489 (488-489)
Πηγές[επεξεργασία]
- βέλεμνον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βέλεμνον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Ιλιάδα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ευριπίδη (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)