βαζεκτομή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βαζεκτομή < λόγιο ενδογενές δάνειο: vasectomy < γαλλική vas + αρχαία ελληνική ἐκτομή < ἐκτέμνω < ἐκ + τέμνω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /va.ze.ktoˈmi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βα‐ζε‐κτο‐μή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βαζεκτομή θηλυκό
- (ιατρική) χειρουργική μικροεπέμβαση με σκοπό να εμποδιστεί η απελευθέρωση του σπέρματος κατά την εκσπερμάτωση, ώστε να υπάρξει αποτελεσματική αντισύλληψη
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)