βαθμός καθαρότητας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βαθμός καθαρότητας: < → δείτε τις λέξεις βαθμός και καθαρότητας
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
βαθμός καθαρότητας αρσενικό
- (χημεία): μονάδα μέτρησης περιεκτικότητας ευγενών μετάλλων σε κράματα, συνηθέστερα του αργύρου σε αμάλγαμα εκφραζόμενη και σε χιλιοστά.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βαθμός καθαρότητας
|